- περίισος
- -ον, Απερισσότερος από ίσος, αυτός που περισσεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἴσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίισος — more than equal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek